- οργανωτικός
- η , ό[ν]1) организационный;
οργανωτικό ζήτημα — организационный вопрос;
2) организаторский;οργανωτικές ικανότητες — организаторские способности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οργανωτικό ζήτημα — организационный вопрос;
οργανωτικές ικανότητες — организаторские способности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οργανωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οργάνωση ή είναι κατάλληλος να οργανώσει κάτι («οργανωτικό πνεύμα») 2. το θηλ. ως ουσ. η οργανωτική (κοινων.) η επιστήμη που ερευνά τα οργανωτικά φαινόμενα και αποσκοπεί στη διατύπωση αρχών και κανόνων… … Dictionary of Greek
οργανωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οργάνωση: Οργανωτική δουλειά. 2. ο ικανός, ο κατάλληλος να οργανώνει: Έχει οργανωτικές ικανότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οργανιστικός — ή, ό οργανωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανιστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Αν. Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… … Dictionary of Greek